Για τη συγκυρία των Τεμπών

Στις 17 Μαρτίου 2023, σε συνέντευξή του στον ραδιοσταθμό Κόκκινο, ο Δημήτρης Μαύρος, διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας δημοσκοπήσεων MRB δήλωνε ότι:

Έκανα επίσης κάποιες μελέτες στο εξωτερικό, με ανθρώπους που συνεργάζομαι και στην Ελλάδα, όπου υπάρχουν μελέτες σε περίπου τετρακόσιες περιπτώσεις ατυχημάτων σαν αυτό το δικό μας [των Τεμπών], μεγάλα πράγματα δηλαδή, οι οποίες έδειξαν ότι η ιστορία του πένθους, του έντονου πένθους, κρατάει γύρω στις έξι βδομάδες. Εκεί θα φανεί αν έχουμε πετύχει ή δεν έχουμε πετύχει, αν έχουμε χειροτερέψει και τι έχουμε κάνει, σε σχέση με το τι έχει συμβεί στη χώρα.

Τη στιγμή που ολοκληρώνονται αυτές οι γραμμές, έξι μήνες μετά, έχει συμπληρωθεί το «κρίσιμο» χρονικό διάστημα των έξι εβδομάδων, με τη μεσολάβηση μάλιστα δυο εκλογικών αναμετρήσεων, και, όπως είναι αναμενόμενο, οι μηχανικοί του καθεστώτος κάνουν τους απολογισμούς τους. Θα επανεξετάσουν τα εμπειρικά τους μοντέλα προσθέτοντας ακόμα ένα παράδειγμα στα προηγούμενα τετρακόσια, χαράσσοντας ακόμα ακριβέστερες καμπύλες ποσοτικοποιημένων κοινωνικών αντιδράσεων. Από δω και πέρα, στις ακόμα πιο εξελιγμένες προσομοιώσεις τους, θα περιλαμβάνονται ενδείξεις πιθανών σφαλμάτων και παραλείψεων όσον αφορά τη λειτουργία του σιδηροδρομικού δικτύου, τεχνικών στην πλειονότητά τους, ασχέτως αν πρόκειται να επιδιορθωθούν ή όχι· οπωσδήποτε, μαζί με μαθηματικές επεξεργασίες, αόρατων στο γυμνό μάτι, μεγεθών όπως το «δημόσιο πένθος» και οι εκδηλώσεις του, εννοημένων ως παραμέτρων που πρέπει να συσχετιστούν ακριβώς με αυτά τα σφάλματα και τις παραλείψεις. Θα προβληθούν ως στατιστικές αποκλίσεις ενός μέσου όρου χωρίς ποτέ να πρέπει να αμφισβητηθεί ο ίδιος ο μέσος όρος, η καπιταλιστική κανονικότητα και το συνολικό κύκλωμα αναπαραγωγής της.

Με τον τρόπο αυτό, οι κινητοποιήσεις εκείνου του διαστήματος στερούνται την αυτοτέλειά τους ως προϊόντα ανταγωνιστικών κοινωνικών σχέσεων και μετασχηματίζονται σε εκφράσεις αυτών των αποκλίσεων, σε υποστυλώματα και φορείς «δημόσιου πένθους» και τίποτα περισσότερο. Από τη στιγμή, λοιπόν, που οι κοινωνικές σχέσεις και οι αντιφάσεις τους διατηρούν κάπου, σε κάποιο συρτάρι ή σε κάποιο αρχείο, το αντίγραφο ασφαλείας τους –εκεί όπου όλες μαζί και η καθεμία ξεχωριστά αναλύονται σε επιμέρους συνιστώσες και συντίθενται εκ νέου από αυτές για τις ανάγκες της κρατικής μηχανικής με συνημμένο τον τιμολογημένο κινδύνο που τους αντιστοιχεί– μπορούμε να πούμε ότι ολοκληρώνεται ο κύκλος της μετατροπής τους σε «φυσικά φαινόμενα» του αιώνιου καπιταλιστικού κόσμου. Με μικρή μεν, διαχειρίσιμη δε, πιθανότητα ύπαρξης.

Δεν υπάρχουν περιθώρια συνύπαρξης με αυτή την προσέγγιση, η οποία πολιτικοποιεί τη στατιστική, την κατ’ εξοχήν επιστήμη του κράτους, χωρίς να το λέει. Γι’ αυτό και, στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε τις κινηματικές εκδηλώσεις του προηγούμενου διαστήματος, δεν θα στηριχτούμε σε επιστημονικά άρθρα, όπως δεν το κάναμε ούτε κατά την κρατική διαχείριση της covid-19. Δεν έχουμε ανάγκη από ειδικούς για να τοποθετηθούμε πολιτικά ούτε η αυτοπαραγωγή του ανταγωνιστικού κινήματος εξαρτάται από τη γνώμη τους. Υπό άλλες συνθήκες, δεν θα ήταν απαραίτητο να υπενθυμίζουμε τα αυτονόητα, αλλά τα τελευταία τρία χρόνια φάνηκε ότι έχει ριζώσει βαθιά στις συνήθειες των λεγόμενων ανατρεπτικών κύκλων η απόδοση στους ειδικούς του στάτους του ισότιμου συνομιλητή, αν όχι του ιεραρχικά ανώτερου καθοδηγητή. Όταν, όμως, οι καμπύλες και τα διαγράμματα  αποκτούν τη λάμψη απαραίτητου αξεσουάρ όσων θεωρούν τους εαυτούς τους πολιτικά υπεύθυνους, η διαλεκτική μεταξύ διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας, σύμφυτης με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, καταργείται από τα πάνω μετατρεπόμενη σε γκροτέσκο θέαμα. Γιατί, όσο κι αν αφήνεις άλλους, τους ειδικούς κάθε είδους, να μιλήσουν αυτοί στη θέση σου, δεν μπορεί να κρυφτεί η μάταιη επιθυμία για την αποκατάσταση μιας νέας πολιτικής κανονικότητας, χωρίς ενδοκινηματικές αποκλίσεις και «επικίνδυνες τάξεις». Μια νεόκοπη συμμαχία κυρίων αναδύθηκε, η οποία εκτιμά ότι μπορεί να κρατήσει για τον εαυτό της τα κλειδιά των ορισμών, αλλά δεν θα βρει εδώ τον χώρο για να επιβεβαιωθεί περαιτέρω.

Από κει και πέρα, η χρονική απόσταση από τα γεγονότα πολλές φορές βοηθάει να κατανοήσουμε την κρίσιμη διαφορά ανάμεσα σε πραγματικά διακυβεύματα και απλά ενδεχόμενα, ιδεολογικές προβολές επί της πραγματικότητας και πρακτικές μετατοπίσεις. Οι κοινωνικές αντιφάσεις είναι αδύνατο να λειανθούν και να γίνουν ίσιωμα και έχουν πολλούς τρόπους να το θυμίζουν αυτό. Αν θέλουμε να σκύψουμε από πάνω τους, πρέπει πρώτα να τις αποφυσικοποιήσουμε υπονομεύοντας την ίδια τη μηχανική αντίληψη, τον καπιταλιστικό ορθολογισμό, που παράγει αυτή τη φυσικοποίηση με την εγγύηση του κράτους. Μια τέτοιου είδους υπονόμευση είναι συνώνυμη της ιστορικοποίησης των κοινωνικών αντιφάσεων και ελάχιστη προϋπόθεση του ενδεχομένου οι ταραχές να ξεπεράσουν τον χαρακτήρα του προβλέψιμου κινδύνου-εντός-του-στατιστικού-σφάλματος και να προκαλέσουν ρήξεις.

Η ομώνυμη μπροσούρα μπορεί να βρεθεί εδώ.